< 1 δίαυλος
διαυλωνία >
2 δίαυλος
,
-ου, ὁ
paso
,
estrecho
,
desfiladero
στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις
E.
Tr
.435 (pero cf. tal vez
1
δίαυλος
II 1
).